Η Αννα έχει κέφια. Το καταλαβαίνεις από τις πρώτες κουβέντες της. Από τη στιγμή που, ενώ πας να την προβοκάρεις με τις ερωτήσεις σου, εκείνη θα σου αντιτείνει ένα αποστομωτικό «αφού ξεχειλίζω από συναισθήματα, γιατί να μην τα μοιραστώ;»
Τη suis generis περίπτωση καλλιτέχνη που περιγράφει ο φαινότυπος Βίσση δεν χρειάζεσαι αφορμές για να τη συναντήσεις και να μιλήσεις μαζί της. Ούτως ή άλλως εκ προοιμίου θα βγεις σοφότερος. Ομως στην προκειμένη, τόσο η γέννηση του Νικόλα junior όσο και οι δώδεκα επαναληπτικές παραστάσεις των «Δαιμόνων» στο «Παλλάς» είναι το καύσιμο της συζήτησής μας...Μπαίνω κατευθείαν στο θέμα: «Είναι εύκολο, δύσκολο, σκληρό να είσαι η Αννα Βίσση και να είσαι γιαγιά;». Χαμογελάει. «Είναι ωραίο να είσαι οποιαδήποτε και να είσαι γιαγιά. Φτάνει να μη σε έχει πάρει από κάτω ηλικιακά. Να μην υπάρχει ο φόβος της ηλικίας. Οι περισσότερες γυναίκες τρέμουν τη λέξη “γιαγιά” γιατί είναι συνώνυμη με τη μεγάλη ηλικία. Εμένα δεν μου πέρασε καθόλου από το μυαλό αυτό. Ισως γιατί δεν με βρίσκω πολύ ανήσυχη με τον χρόνο. Αφού δεν το είχα αυτό ως άγχος, η γέννηση του εγγονού μου ήρθε πολύ ωραία και φυσικά. Είναι ένα δώρο για μένα, όχι απειλή», λέει σχεδόν σε έμμετρο λόγο. Είναι χαρούμενη και δεν έχει καμία πρόθεση να το ξεχάσει. Αλήθεια, της λέω, είναι πιο όμορφη η στιγμή που η κόρη σου σου ανακοινώνει πως θα σε κάνει γιαγιά ή η στιγμή που βλέπεις τη ζωή να έρχεται στον κόσμο; «Και τα δύο είναι όμορφα. Το ένα είναι μια είδηση που σε βάζει και φαντάζεσαι το μέλλον και το άλλο είναι μια τρομερή πραγματικότητα, μια μαγική πραγματικότητα».
Η Βίσση πολλές φορές έχει αφήσει να εννοηθεί πως διατηρεί αμφιβολίες αναφορικά με το αν τελικά ήταν όσο παρούσα χρειαζόταν για την κόρη της Σοφία όταν ήταν μικρή. Είμαι σίγουρος πως η παρουσία της στην αίθουσα του τοκετού την ώρα που η Σοφία Καρβέλα έφερνε στον κόσμο τον Νικόλα Jr ήταν σαν μια ακαριαία επούλωση τραυμάτων και αμυχών του παρελθόντος. Αντιλαμβάνομαι πως ήταν σίγουρα μια κοσμογονική εμπειρία και για την ίδια τη γιαγιά Βίσση. «Παρακολούθησα για πρώτη φορά γέννα από κοντά.
Είναι μια διαδικασία στην οποία μένεις να κοιτάς και να κοιτάς... Στην πραγματικότητα δεν ξέρεις τι ακριβώς να αισθανθείς, ακριβώς επειδή είσαι γυναίκα. Εγώ δεν είχα γεννήσει φυσιολογικά, οπότε δεν το είχα ζήσει ως προσωπική εμπειρία. Ηταν σαφώς πολύ πιο έντονο γιατί παρακολουθούσα να συμβαίνει στην κόρη μου. Μιλούσα συνέχεια γι’ αυτό μετά. Ναι, έλεγα για τον εγγονό μου, πώς είναι, σε ποιον μοιάζει, όλα αυτά που συζητάει κανείς για ένα νεογέννητο μωρό, αλλά εξακολουθούσα να μιλάω για τη διαδικασία του τοκετού που είχα δει. Ηταν τεράστια εμπειρία. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Θα το βλέπω και σε άλλες ζωές, αν ποτέ ξανάρθω». Πώς αντέδρασε το σώμα της, η ψυχή της, το μυαλό της σε αυτό το θεόρατο γεγονός; «Μόλις είδα ότι η διαδικασία πήγαινε καλά και με ασφάλεια για το παιδί μου, ηρέμησα. Δεν προλάβαινα να συνειδητοποιήσω τίποτα. Ημουν σαν χαζή και γέλαγα. Μετά όλοι κλαίγαμε. Είναι το πιο ωραίο κλάμα της ζωής σου. Εχω κλάψει κι άλλες φορές... Οταν γέννησα είχα συγκινηθεί πολύ. Αλλά αυτή είναι μια διπλή χαρά, το παιδί σου να κάνει παιδί». Οχι, μη φαντάζεστε πως η Αννα Βίσση είναι η αρχετυπική γιαγιά που πλέκει γαλάζια καλτσάκια για τον εγγονό της ή αποστηθίζει παραμύθια που θα του αφηγείται στο μέλλον. Πώς λειτουργεί στον νέο της ρόλο από απόσταση επτά ζωνών ώρας που τη χωρίζουν από τη Νέα Υόρκη και την κούνια του εγγονού της; Καλύτερα να το πει με δικά της λόγια: «Είμαι μια “τελειωμένη” γιαγιά. Τώρα πριν από λίγο μιλάγαμε πάλι στο Skype με τη Σοφία. Μου κάνει πλάκα και δεν μου τον δείχνει. “Κοιμάται”, μου λέει... Τώρα είναι οι μέρες που ανοίγει τα μάτια του. Οταν ήμουν εκεί, επειδή γεννήθηκε μικρούλης, ήταν γύρω στα 2,300 κιλά, τον κράτησαν και τον περιποιήθηκαν για λίγες μέρες. Και κοιμόταν πάρα πολύ. Ανοιγε τα μάτια του 10 λεπτά τη μέρα. Τώρα όμως που έφυγα έχει τα μάτια του ανοιχτά και είναι και μπλε και θέλω να το δω αυτό». Ο εγγονός της είναι ο νέος έρωτάς της. Η λαχτάρα της. Ομως η ζωή της, όπως μου επισημαίνει, είναι εδώ στην Αθήνα.
Μιλώντας για τον έρωτα και τη ζωή της Βίσση, ως άλλος σκύλος του Παβλόφ, θα οδηγηθείς μονόδρομα σε ένα όνομα: Νίκος Καρβέλας. Υπήρξε σύζυγός της, είναι ο πατέρας του παιδιού της, εν πολλοίς την καθόρισε καλλιτεχνικά, την άλλαξε, τη διαμόρφωσε, τη συντροφεύει μια ζωή. Η Αννα και ο Νίκος πρόκειται να συναντηθούν ξανά καλλιτεχνικά. Οι fan τους θα πέταγαν πυροτεχνήματα, αν δεν ανάβουν ήδη λαμπάδες που ένα άτυπο τάμα εκπληρώνεται. Η Βίσση εξηγεί: «Εχει περάσει από διάφορες φάσεις αυτή η σχέση. Οχι μόνο από τη μεριά μας, αλλά και από τη μεριά του κόσμου. Μας ξέρουν τόσα χρόνια μαζί. Πολλές φορές και στον Νίκο λέγανε “καλά, δεν μπορείς να γράψεις για κάποια άλλη φωνή;” και σε μένα “δεν μπορείς να τραγουδήσεις κάποιον άλλο;”. Εμείς αυτά τα ακούγαμε, όπως λέμε λαϊκά, βερεσέ. Δεν θέλω κάτι άλλο στη ζωή μου. Πώς να το κάνουμε; Δεν ακούγεται τίποτα άλλο ωραίο στ' αφτιά μου πέρα από αυτά που μου γράφει ο Καρβέλας», αφηγείται γελώντας. Της λέω πως μια τόσο καθοριστική σχέση ζωής, δύσκολα θα άφηνε χαραμάδες για άλλους έρωτες. Με διορθώνει: «Εχω ερωτευτεί ξανά. Δεν έχω αγαπήσει όμως. Εχω ερωτευτεί για μια βδομάδα, πέντε μήνες, μέχρι έναν χρόνο, αλλά αυτό που έχω με τον Νίκο θα το έλεγα μουσικό έρωτα και ανθρώπινη αγάπη. Είναι ο φίλος μου, ο άνθρωπός μου... Κοιτώ τον Νίκο και βλέπω και τη Σοφία μαζί. Είναι ο πατέρας του παιδιού μου. Και σαφώς ο καλύτερός μου φίλος πνευματικά. Προλαβαίνω, λες, για άλλη τέτοια αγάπη σε αυτή τη ζωή; Δεν νομίζω. Οταν όλο αυτό έχει χτιστεί από τα 17 μου; Αρχισα να τον αγαπάω από τα 25 και μετά. Εχουν περάσει 30 χρόνια. Για να το ξαναζήσω με άλλον άνθρωπο θα πρέπει να αγαπάω από τώρα μέχρι τα 85 μου. Κάτι θα έχει ανακαλυφθεί να μείνω πιο νέα...» καταλήγει κορυφώνοντας την αυτοσαρκαστική διάθεσή της. Η Βίσση είναι στ’ αλήθεια χαλαρή, μιλά σε κλίμακα ανθρώπινη, όχι με ξύλινες κλισέ ατάκες. Περιμένεις, ας πούμε, πως θα σε επαναφέρει στην τάξη με την ερώτησή της «Μα καλά, για τον Καρβέλα θα λέμε; Αφήστε τον, είναι και παντρεμένος άνθρωπος...». Μπορεί να σου αποδομήσει τα πάντα. Κυρίως τον εαυτό της. Το κάνει ακόμη κι όταν τη ρωτώ ποια είναι η πρώτη σκέψη της το πρωί, μόλις έχει ξυπνήσει: «Τι θα φάω σκέφτομαι, γιατί πεινάω. Για να ξυπνήσει το μυαλό πρέπει να πιεις έναν καφέ, να φας κάτι. Κατευθείαν έρχονται τα σχέδια, το τι κάνουμε, θέλω να ψαχτώ, μπαίνω στο Ιντερνετ, βλέπω, ακούω, παίρνω ιδέες. Τηλεφωνώ στον Καρβέλα, του λέω “τι γράψαμε σήμερα; Ελα από δω να μου το παίξεις».
Για κάποιον περίεργο λόγο και τις δύο φορές που έχω μιλήσει με την Αννα Βίσση, την αίσθηση που μου αφήνει θα μπορούσα να την περιγράψω ως μητρική. Ισως είναι ο τρόπος που μιλά για τη δουλειά ή τη ζωή της. Η γενναιοδωρία που αποπνέουν τα λεγόμενά της ακόμη και για τον εαυτό της - όχι με αυταρέσκεια, αλλά με αγάπη. Οταν η κουβέντα έρχεται στις ανασφάλειες που ακόμη λέει πως την κατατρύχουν, της ζητώ να μου πει τι θα άλλαζε στον εαυτό της. «Τίποτα», αποφαίνεται μαρτυρώντας την ισορροπία που έχει βρει. «Δεν θα άλλαζα κάτι σε μένα. Οχι γιατί με θεωρώ τέλεια, αλλά γιατί νομίζω ότι αυτό που αγαπώ το έκανα. Ημουν τυχερή. Από πέντε χρονών έλεγα: “Εγώ θα γίνω τραγουδίστρια”. Ολη μέρα τραγουδούσα, έκανα πρόβες, μάθαινα, τσακωνόμουν με τον εαυτό μου, με τη μάνα μου. Ολη η ζωή μου ήταν η μουσική. Συνέχεια. Από ψώνιο, μέχρι που έγινε επάγγελμα. Ακόμα ψώνιο είμαι δηλαδή...». Οταν πάλι μιλάμε για τη Σοφία Καρβέλα και τη μητρότητα δεν διστάζει να της βγάλει το καπέλο: «Η Σοφία είναι φοβερή μάνα. Εχει αυτή τη φυσικότητα απέναντι στο παιδί της. Θηλάζει, που είναι μαγικό και ωραίο πράγμα. Είναι σαν να το ’χει ξανακάνει. Κι εγώ θα το είχα αν ήμουν εκεί. Είμαι καλή με τα μωρά, έχω τη σχέση τη μητρική και προστατευτική. Ηδη νιώθω ότι η Σοφία είναι καλύτερη μαμά από μένα, να το βάλεις και τίτλο αν θες αυτό», λέει με έμφαση.
Οταν, τέλος, επιστρέφουμε στους «Δαίμονες» και το ανέβασμά τους για δώδεκα παραστάσεις στο «Παλλάς» και πάλι η προσέγγισή της αποπνέει την αγαλλίαση της «μητέρας» που είδε το «παιδί» της να μεγαλώνει, ακόμη και να αυτονομείται: «Μέσα μου δεν ήθελα να τελειώσουν οι “Δαίμονες”. Αν και ολοκληρώσαμε εκείνο που θέλαμε να πούμε, μέσα μας δεν το χορταίνουμε. Νομίζω ότι σπάνια συμβαίνει στη ζωή μας να κάνουμε παραγωγές για τις οποίες είμαστε τόσο περήφανοι. Γνώρισα καινούριους ηθοποιούς, έφτιαξαν οι “Δαίμονες” καινούριους ηθοποιούς που δεν είχαν ξαναπαίξει στο θέατρο. Ολο αυτό με συγκινεί. Δεν νομίζω ότι ζεις εύκολα ένα ολόκληρο θέατρο να σε χειροκροτεί όρθιο. Και ξέρεις κάτι; Θα ήταν χαρά μου να δω στο μέλλον νέους ανθρώπους να ανεβάζουν και τους “Δαίμονες” και τη “Μάλα”». Πιστεύω πως τα τελευταία χρόνια η Βίσση έχει καταφέρει να οριοθετήσει το είδωλο στον καθρέφτη της. Της το λέω. «Είμαι πιο χαλαρή, πιο ψύχραιμη ίσως; Μαθαίνει κανείς στη ζωή του. Νομίζω ότι είναι απόλυτα φυσική αυτή η ωριμότητα. Καμιά φορά σκέφτομαι “μήπως έχω χάσει την ενέργειά μου;”, αλλά, όταν δουλεύω, βλέπω πως αυτό δεν συμβαίνει. Δεν κάνω κάποιες αφελείς κινήσεις από πανικό που μπορεί να έκανα στο παρελθόν. Παλιά έλεγα “άντε να κάνουμε κι αυτό, άντε να πάμε κι εκεί” και μετά το σκεφτόμουν και μετάνιωνα. Ολα αυτά, αν τα αθροίσεις, ο απολογισμός οδηγεί στην ωριμότητα. Το “ώριμος” βέβαια συνορεύει με το γήρας, αλλά νομίζω ότι ακόμη δεν κινδυνεύω από αυτό. Τουλάχιστον στο μυαλό μου μέσα». Τι κι αν όλοι έχουμε συνηθίσει να την αναφέρουμε στις συζητήσεις μας, κατ’ ιδίαν ή δημόσια, ως «Απόλυτη»; Στην Αννα Βίσση μόνο απολυτότητες δεν μπορείς να καταλογίσεις, ούτε και τώρα που μοιάζει σοφότερη - και όχι μόνο ως γιαγιά.
protothema.gr
No comments:
Post a Comment